αμύρωτος

αμύρωτος
-η, -ο [μυρώνω]
1. αυτός που δεν μυρώθηκε, δηλ. δεν χρίσθηκε με αγιασμένο μύρο, και επομένως ο μη χριστιανός, ο αβάπτιστος
2. αυτός που δεν αλείφθηκε με μύρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμύρωτος — η, ο αυτός που δε χρίστηκε με άγιο μύρο, αβάφτιστος: Περιμένοντας να γυρίσει ο πατέρας είχαν και το παιδί αμύρωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άμυρος — (I) ἄμυρος, ον (Α) (για τόπους) υγρός, γεμάτος νερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ επιτατ. + μύρω μύρομαι «ρέω, κυλώ, στάζω (για υγρά)»]. (II) ον (Α ἄμυρος) [μῡρον] 1. ο δίχως μυρωδιά, αμύριστος, άοσμος 2. ο δίχως μύρο, αμύρωτος, μη αρωματικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”